- διαγλαφω
- διαγλάφωδια-γλάφω(ᾰ) выкапывать, рыть
(εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαγλάφω — (Α) [γλάφω] σκάβω, σχηματίζω κοίλωμα … Dictionary of Greek
διαγλάψαι — διαγλάφω scoop out aor inf act διαγλάψαῑ , διαγλάφω scoop out aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγλάψασ' — διαγλάψᾱσα , διαγλάφω scoop out aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) διαγλάψᾱσι , διαγλάφω scoop out aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) διαγλάψᾱσαι , διαγλάφω scoop out aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγλάψας — διαγλάψᾱς , διαγλάφω scoop out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγλάψασα — διαγλάψᾱσα , διαγλάφω scoop out aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)